Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις


(Υπογραμίσεις δικιές μου)
Πηγή: ΚΟΜΕΠ  2012 τεύχος 04-05

Της Ελένης Μπέλλου*

Οι συνθήκες των δύο βουλευτικών εκλογών (Μάη- Ιούνη 2012)

  Οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες των βουλευτικών εκλογών στις 6 Μάη και στις 17 Ιούνη 2012 ήταν πρωτόγνωρες για τα
τελευταία περίπου 60 χρόνια. Ουσιαστικά ήταν οι πρώτες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα μετά από τη δεκαετία του 1950. Η μείωση του ΑΕΠ διανύει το πέμπτο συνεχόμενο έτος, αγγίζοντας το 20% από την έναρξή της και συνοδεύεται από απόλυτη εξαθλίωση - απόλυτη μείωση μισθών και συντάξεων  που προσεγγίζει το 30% και από εκτεταμένη απλήρωτη για πολλούς μήνες εργασία. Επίσης συνοδεύεται από μαζικότερη καταστροφή αγροτών και αυτοαπασχολούμενων, απλήρωτων από το κράτος αυτοαπασχολούμενων στον τομέα της υγείας (φαρμακοποιών, γιατρών, φυσικοθεραπευτών κλπ.), από ανεργία που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το Μάη του 2012 ξεπέρασε το 23% του εργατικού δυναμικού, ενώ στις γυναίκες είναι 26,8% και στους νέους ηλικίας μέχρι 24 χρόνων είναι 54,9%.

  Οι εκλογές του 2009 είχαν πραγματοποιηθεί στην αρχή της εκδήλωσης της κρίσης, όταν μόλις είχαν διαφανεί οι συνέπειές της για τις λαϊκές δυνάμεις, χωρίς όμως ακόμα να υπάρχει γενικευμένη απόλυτη μείωση του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, παρά κυρίως σχετική.

  Επίσης, στα χρόνια 1989-1990, στο κατώφλι μιας νέας, αλλά αρκετά συνηθισμένης οικονομικής κρίσης και κυρίως μπροστά στην ανάγκη του ελληνικού καπιταλισμού να περάσει σε νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης και ένταξης στην ΟΝΕ, ο δικομματισμός (η εναλλαγή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974) είχε υποστεί το πρώτο πλήγμα του: Δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει μια αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κυρίως λόγω του εκλογικού νόμου (δεν έδινε μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα) και όχι λόγω της τόσο μεγάλης απώλειας της πολιτικής εκλογικής επιρροής του στις εργατικές και λαϊκές μάζες. Η ΝΔ είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά τις τρίτες εκλογές σε διάστημα ενάμιση χρόνου και είχε χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στα μέσα της κοινοβουλευτικής τετραετίας.

  Για το ΚΚΕ οι σημερινές συνθήκες ήταν πιο σύνθετες και δύσκολες, ακόμα και συγκριτικά με τις εκλογές του 1993, τις πρώτες μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Τότε η αντεπανάσταση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, υπήρχαν θύλακες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κυρίως στην Κούβα, ενώ δεν είχαν ολοκληρωθεί ή τουλάχιστον δεν είχε αποκαλυφθεί πλήρως ο αντιδραστικός χαρακτήρας των εξελίξεων στην Κίνα και στο Βιετνάμ.

  Σήμερα ουσιαστικά συνεχίζεται η βαθιά ήττα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, ενώ ο οπορτουνισμός έχει ανασυνταχθεί οργανωτικά στην Ευρώπη με το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστερός (ΚΕΑ). Με άλλα λόγια, το «όραμα» του σοσιαλισμού-κομμουνισμού δεν είχε πληγεί από μια τόσο γενικευμένη νίκη της αντεπανάστασης που να τροφοδοτεί την αστική ιδεολογία και προπαγάνδα με το επιχείρημα ότι το ΚΚΕ υπόσχεται μια κοινωνία που πουθενά δεν επιβίωσε ή στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για κοινωνία της «δευτέρας παρουσίας».

  Σε αυτό το έδαφος αναβίωσαν οι σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες, προβαλλόμενες από νέα οργανωτικά σχήματα (ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ) στην Ελλάδα, που απορρόφησαν σχεδόν τα τρία τέταρτα του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το οικονομικό και πολιτικό έδαφος αναπτύχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διεκδίκησης της «αριστερής» κυβέρνησης, αποσπώντας μεγάλο μέρος (25-30%) των ψηφοφόρων που εμπιστεύτηκαν το ΚΚΕ το Μάη του 2012, αλλά και σε προηγούμενες εκλογές.

  Από την ΚΕ του ΚΚΕ, αν και είχε προβλεφτεί η ανάπτυξη του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού, δεν είχε συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της πίεσης που θα ασκούσε, παρόλο που υπήρχε το ιστορικό προηγούμενο του ΠΑΣΟΚ, της πίεσης που άσκησε στις εκλογές του 1981.

  Δεν είναι βέβαια το συγκρίσιμο μέγεθος των εκλογικών ποσοστών του ΚΚΕ που τεκμηριώνει την αναλογία στην πίεση που άσκησε στην εκλογική βάση του ΚΚΕ η σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ) το 1981 και σήμερα ο ρεφορμισμός-οπορτουνισμός (το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ), αφού το εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ το 1981 ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου του Ιούνη 2012(10,7% και 4,5% αντίστοιχα, αν και το 4,5% προέκυψε στις δεύτερες εκλογές, ενώ το 1981 δε χρειάστηκαν τέτοιες). Είναι η ανάδειξη ορισμένων αναλογιών στην ύπαρξη αντικειμενικών παραγόντων που τροφοδοτούν τη ρεφορμιστική ελπίδα, την αγωνιώδη και απελπισμένη αναζήτηση μιας άμεσης εναλλακτικής πολιτικής στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στις πιο κραυγαλέες αντιλαϊκές συνέπειές του.

  Τότε, το 1981, η ρεφορμιστική απάτη και αυταπάτη αναπτύχθηκε στα ιστορικά δεδομένα τριών και πλέον δεκαετιών, όπου η ταχύτατη καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν είχε αντιστοιχηθεί με ανάλογη έκφραση στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα, στις συνθήκες ζωής, ενώ το θεσμικό αστικό πλαίσιο διατηρούσε σε μεγάλο βαθμό μετεμφυλιακά μέτρα. Ταυτόχρονα, αν και το σύστημα δεν κινδύνευε από την ανάπτυξη ταξικών αγώνων άμεσης αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας, ωστόσο υπήρχε εσωτερικός και διεθνής συσχετισμός δυνάμεων πολύ ευνοϊκότερος: Η παράταξη του ΚΚΕ ήταν πρώτη δύναμη στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα (στον ιδιωτικό τομέα) με συνδικαλισμένους το 40% των εργαζόμενων. Σήμερα, σύμφωνα με επεξεργασία στοιχείων που κοινοποίησε η ΓΣΕΕ το Μάρτη του 2010, το ποσοστό συνδικαλισμένων εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα είναι περίπου 20%. Σ’ αυτόν τον υπολογισμό δε λαμβάνεται υπόψη ένα μεγάλο ποσοστό ανασφάλιστων που δεν καταγράφεται ως εργατικό δυναμικό. Το ποσοστό της συνδικαλιστικής παράταξης του ΚΚΕ στη ΓΣΕΕ με βάση το συσχετισμό του 2010 (συμπεριλαμβανομένων και των πρώην ΔΕΚΟ) είναι 21%. Επίσης το 1981 το ΚΚΕ ήταν πρώτη δύναμη σε μαζικά συγκροτημένο φοιτητικό και μαθητικό κίνημα, τα οποία σήμερα το μεν πρώτο είναι πλήρως αποδιαρθρωμένο, στο δε δεύτερο αναπτύσσονται αντιδραστικές δυνάμεις («Χρυσή Αυγή»),

  Αλλά και από την άποψη του συσχετισμού δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο οι HΠA, η ηγέτιδα καπιταλιστική δύναμη, είχαν υποστεί εμφανείς ήττες στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους τους, κυρίως στο Βιετνάμ, ενώ δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιηθεί τα προβλήματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και αλλού. Έτσι, ακόμα και η μονομερής καταδίκη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έπαιρνε γενικευμένο αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, αφού ακόμα δεν είχαν δύναμη υπεράσπισης αυτοτελών επιδιώξεών τους άλλες ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις, π.χ. η Βρετανία, η Ιαπωνία, η Γερμανία, με εξαίρεση τη Γαλλία.

  Η ύπαρξη χωρών σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποτυπωνόταν στο διεθνές δίκαιο, στον ΟΗΕ, στη συγκρότηση συμμαχιών και εκτός ΝΑΤΟ (Κίνηση των Αδεσμεύτων) και βέβαια στην ύπαρξη του Συμφώνου Βαρσοβίας.

  Παρ’ όλα αυτά το ΠΑΣΟΚ είχε ασκήσει πίεση και είχε αποσπάσει δυνάμεις από το ΚΚΕ, κυρίως δυνάμεις που είχαν συσπειρωθεί με το ΚΚΕ μέσω του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (1941-1944), αναγνωρίζοντας το ρόλο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση. Είχε αποσπάσει ακόμα και δυνάμεις από τους πολιτικούς πρόσφυγες, παίρνοντας ορισμένα μέτρα ρύθμισης συντάξεών τους κλπ. Το ΠΑΣΟΚ τότε έδρεψε πάνω στη βαθιά πίκρα της ήττας του ΔΣΕ σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη αρνητική επίδραση της δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής του ΚΚΣΕ (20ό Συνέδριο το 1956) και της ανάλογης παρέμβασής του στο ΚΚΕ (6η πλατειά ολομέλεια του 1956, καθαίρεση της ηγεσίας του ΚΚΕ, καθαίρεση και στη συνέχεια διαγραφή του Ν. Ζαχαριάδη).

  Στις εκλογές του 1981 και εμφανέστερα σ’ εκείνες του 1985 το ΚΚΕ υπέστη την πίεση σε δυνάμεις της επιρροής του, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν συνθήκες παρατεταμένης και βαθιάς οικονομικής κρίσης, αλλά και δεν είχε απορρίψει την πολιτική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ (το δεύτερο την αρνούνταν), το δε Πρόγραμμα του ΚΚΕ πρόβλεπε μεταβατική διακυβέρνηση πάνω στο καπιταλιστικό έδαφος, την «Πραγματική Αλλαγή».

  Στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ, ως κόμμα αστικής διακυβέρνησης, για πολλά χρόνια διεύρυνε την κοινωνική βάση του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού με μέτρα όπως: Εκτεταμένες προσλήψεις στο στενό (δημόσια διοίκηση) και ευρύτερο κρατικό τομέα (ΔΕΚΟ, τοπική διοίκηση, κρατικές τράπεζες, κρατικοποιημένες βιομηχανικές μονάδες) μέσα από τις κλαδικές οργανώσεις του. Διεύρυνση της στεφάνης μεσαίων στρωμάτων που αναπαράγονταν μαζί με τους ισχυρούς καπιταλιστικούς ομίλους, αξιοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση τα ΕΟΚικά κονδύλια. Χρησιμοποίηση μέρους των ΕΟΚικών κονδυλίων για εξαγορά συνδικαλιστών και όχι μόνο, φτωχότερων αγροτών κλπ., προκειμένου να στηρίξουν την ενσωμάτωση της ελληνικής παραγωγής στις συνθήκες της ΕΟΚικής-ευρωενωσιακής αγοράς, που υπονόμευε τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, με αποτέλεσμα να μπουν σε ανεπίστρεπτη κρίση οι βιομηχανικοί κλάδοι του ιματισμού, της κλωστοϋφαντουργίας, του δέρματος, της ναυπηγοεπισκευαστικής, καθώς και να συρρικνωθεί η εγχώρια αγροτική και κυρίως κτηνοτροφική παραγωγή.

  Τα ΠΑΣΟΚικά και ΕΟΚικά «αργύρια» έχασαν πολύ γρήγορα τη δύναμή τους για εξαγορά, αλλά είχαν κατορθώσει να διαλύσουν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε πολλούς κλάδους, να γραφειοκρατικοποιήσουν τις δομές του και να ενσωματώσουν την ηγεσία των ΓΣΕΕ -ΑΔΕΔΥ στις εργοδοτικές και κυβερνητικές επιδιώξεις, ακόμα και ηγεσίες εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών. Ωστόσο, η νοσταλγία αυτών των «αργυρίων» αναπαράγει σήμερα ρεφορμιστικές βλέψεις, στηρίζει τη μετακίνηση μαζών από το ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑκαι τη ΔΗΜΑΡ, δίνει κάλυψη στον οπορτουνισμό, ασκεί πίεση προς την ταξικά συνεπή πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. Μέσα σε αυτό το ρεύμα πίεσης εμφανίζεται και η εξής αντιφατική παραλλαγή του: Αναγνωρίζεται η ασυνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ, η διάσταση λόγων και έργων, η στάση συνεργασίας δυνάμεών του με ΠΑΣΟΚικές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην Τοπική Διοίκηση, ακόμα και συνεργασίας με καπιταλιστές για επιχειρησιακές συμφωνίες μείωσης μισθών, προσαρμογής από πλήρη σε μερική εργασία. Αναγνωρίζεται η συνέπεια λόγων και έργων του ΚΚΕ, η επιβεβαίωση των εκτιμήσεων και προβλέψεών του, η ορθότητα της κριτικής του προς το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ζητιέται ουσιαστικά το ΚΚΕ να παίξει το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ, να γίνει πόλος συγκέντρωσης δυνάμεων (του ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του λεγάμενου αριστερού ρεύματος του ΣΥΝ κι άλλων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς γραμμή ρήξης και ανατροπής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας. Ζητιέται το ΚΚΕ να γίνει η βασική δύναμη μιας «εναλλακτικής» μεταβατικής διακυβέρνησης στο καπιταλιστικό έδαφος, χωρίς ουσιαστικά να συγκρουστεί με την κυρίαρχη κοινωνική δύναμη, την καπιταλιστική. Ζητιέται το ΚΚΕ να συμβάλει στην αλλαγή του τύπου της αστικής διακυβέρνησης που υιοθετήθηκε την τελευταία εικοσαετία, αθωώνονταν και εξαγνίζοντας τον προηγούμενο τύπο (επεκτατικής δημοσιονομική πολιτικής).

Πέρα από τη φαινομενική πρωτοτυπία, η διαφοροποίηση ή και ιδιαιτερότητα τέτοιων προτάσεων, θα λέγαμε ακόμα και πέρα από τις αγνές προθέσεις φορέων τους που υιοθετούν σοσιαλιστικά-κομμουνιστικά ιδεώδη, στην πραγματικότητα απέναντι στο θεμελιώδες ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» στέκονται μι: τη μεταρρύθμιση.

  Σήμερα όμως δε δικαιολογείται οποιαδήποτε τέτοια σύγχυση από δυνάμεις που αυτοχαρακτηρίζονται ως κομμουνιστικές, έστω κι αν η αντίστοιχη λαϊκή πίεση εξηγείται εξαιτίας των προβλημάτων της οικονομικής κρίσης, των «συγκρίσεων» με την προ κρίσης κατάσταση ή ακόμα και με την πρώτη 4ετία της διακυβέρνησης του IΙΛΣΟΚ (1981-1985).

  Όλοι μας οφείλουμε να γνωρίζουμε πότε και με ποιες προϋποθέσεις ο καπιταλισμός ανέχτηκε γενικευμένες εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις, γιατί σήμερα τις κατεδαφίζει, ανεξάρτητα από τη φάση ή και το βάθος της οικονομικής κρίσης σε κάποια χώρα, ανεξάρτητα από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην εκδήλωσή της (αλλού υπερδιογκωμένο δημόσιο χρέος, αλλού υπερδιογκωμένα επισφαλή χρέη τραπεζών, αλλού μεγάλα ελλείμματα ισοζυγίου πληρωμών ή και συνδυασμός τέτοιων και άλλων χαρακτηριστικών). Όλοι μας ή τουλάχιστον οι φορείς που θέλουν να αναλύσουν και να τοποθετηθούν με γνώμονα τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα, την κοινωνική πρόοδο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε γιατί η απαξίωση μισθών-συντάξεων-εργατικού και λαϊκού εισοδήματος είναι ανεπίστρεπτη στρατηγική του κεφαλαίου στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και οι αντιθέσεις των καπιταλιστικών κρατών διεξάγονται πλέον με νέους όρους κι όχι με εκείνους της περιόδου μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ουσιαστικά μέχρι τη δεκαετία του 1970. Στην Ελλάδα καθυστέρησαν ακόμα περισσότερο να φανούν αυτοί οι νέοι όροι, με τις συνθήκες της καπιταλιστικοποίησης των βαλκανικών χωρών και της δυνατότητας που έδωσαν αρχικά για επικερδείς εξαγωγές κεφαλαίου από την Ελλάδα.

  Οι πάντες σήμερα γνωρίζουν ή πρέπει να γνωρίζουν ότι το άρμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης το σέρνουν Κίνα - Ινδία, όπου η εργατική δύναμη είναι πάμφθηνη, ότι αυτό αφορά και τη γειτονική Τουρκία, καθώς και όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, σειρά χωρών της Λατινική Αμερικής, της Καραϊβικής κλπ. Όλα τα επιτελεία του κεφαλαίου -εγχώρια, ευρωενωσιακά, διεθνή- επιβεβαιώνουν τη στρατηγική του για «μείωση του κόστους εργασίας», που είναι στρατηγική επιβίωσης του κεφαλαίου σε συνθήκες βαθιάς γήρανσης και σήψης.

  Αν και έγκαιρα αναδείχθηκαν από το ΚΚΕ αυτές οι τάσεις, ωστόσο δεν έγιναν συνείδηση μιας ευρύτερης πρωτοπορίας, δεν έφτασαν σε βάθος και σε πλάτος σε μεγαλύτερα τμήματα μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, νέων, γυναικών της εργατικής-λαϊκής οικογένειας, ώστε να σταθεροποιηθεί και να διευρυνθεί η εργατική πρωτοπορία, ο πυρήνας της λαϊκής συμμαχίας της.

  Σε αυτό το ζήτημα εντάσσεται και η αναζήτηση των υποκειμενικών παραγόντων, δηλαδή του τρόπου δουλειάς του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, (ώστε να σταθεροποιείται και να διευρύνεται η συγκέντρωση δυνάμεων με τη γραμμή της ρήξης και ανατροπής σε συνθήκες που εκ νέου αναπτύσσεται ο ρεφορμισμός-οπορτουνισμός.

  Ακόμα και η πίεση που ασκείται από ένα μέρος του περίγυρου του ΚΚΕ για ν’ αναζητηθούν κυρίως υποκειμενικοί παράγοντες στην κατά 48,3% εκλογική μείωσή του, ν’ αναρωτηθεί για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής του (ή κατ’ επίφαση της τακτικής του), εκφράζει μακρόχρονες υποκειμενικές αδυναμίες ως προς τους ιδεολογικούς δεσμούς του Κόμματος με παραδοσιακά διαμορφωμένους ψηφοφόρους του. Εκφράζει καθυστερήσεις στην ανανέωση των κομματικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στους δεσμούς του Κόμματος με νέες ηλικίες φυσικά με ταξικά κριτήρια, αν και θα πρέπει να μην υποτιμάμε ότι αντικειμενικά πρόκειται για τις πιο χτυπημένες γενιές από την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος. Εκφράζει ιδεολογικές συγχύσεις γύρω από τους όρους «στρατηγική - τακτική», αφού συχνά ως τακτική θεωρείται η ανέντιμη απόκρυψη της ταξικής αλήθειας (πάλη για την εργατική-λαϊκή εξουσία) ή ακόμα χειρότερα η έλλειψη βαθύτερης γνώσης των θέσεων του Κόμματος. Και τέτοια είναι το γεγονός ότι σειρά προτάσεων-αιτημάτων του ΚΚΕ, π.χ. για την ανεργία, για το κούρεμα της λαϊκής υπερχρέωσης, για τη φορολογία, για την υπεράσπιση του εργατικού-λαϊκού βιοτικού επιπέδου με ενίσχυση των δωρεάν δημόσιων υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας, παιδείας, για δημόσια έργα, για μη ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, όλα αυτά δεν αποτελούν το πρόγραμμα του ΚΚΕ για την εργατική εξουσία, αλλά το πλαίσιο πίεσης προς κάθε αστική κυβέρνηση για την υπεράσπιση των συνθηκών ζωής της λαϊκής πλειοψηφίας.

  Στις αδυναμίες-καθυστερήσεις που ήδη αναφέραμε να προσθέσουμε και τις καθυστερήσεις ως προς τις μορφές δράσης για την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ευρύτερα για την ανάπτυξη ταξικών αγώνων, για τη συσπείρωση δυνάμεων στις Επιτροπές της εργατικής-λαϊκής συμμαχίας, ζητήματα που θίγονται στην Απόφαση της ΚΕ για την τελική εκτίμηση των δύο πρόσφατων εκλογών1. Τέτοιες καθυστερήσεις εκφράζει και το γεγονός ότι οπαδοί και ψηφοφόροι του Κόμματος, ακόμα και μέλη του, δεν ήταν προετοιμασμένοι στα ενδεχόμενα ισχυροποίησης αντιδραστικών τάσεων (π.χ. της «Χρυσής Αυγής»), αναδιάρθρωσης της σοσιαλδημοκρατίας (υποκατάσταση του ρόλου του ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ), απώλειας δυνάμεων του ΚΚΕ κλπ.

  Δεν είχε συνειδητοποιηθεί ότι οι αγώνες που είχαν προηγηθεί όχι μόνο δεν είχαν την απαιτούμενη έκταση και ένταση, τη διάρκεια και τον προσανατολισμό, ώστε ν’ ανακόψουν την τάση αντιδραστικοποίησης, το ρεφορμισμό-οπορτουνισμό, αλλά μορφές όπως «οι πλατείες» ενίσχυσαν αυτές τις τάσεις. Ιδιαίτερα μετά την παραίτηση της κυβέρνηση^ Γ. Παπανδρέου, στη διάρκεια της κυβέρνησης Λ. Παπαδήμου υπήρξε εμφανής υποχώρηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Αυτή η υποχώρηση δεν καταγράφεται μόνο με τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχή στις απεργίες στον ιδιωτικό τομέα και τη σχεδόν ανύπαρκτη συμμετοχή στο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες, στις πρώην ΔΕΚΟ, αλλά κυρίως, καταγράφεται στην ταχύτατη επέκταση των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων για μείωση μισθών. Σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής Μακεδονίας, στο διάστημα από 14 Φλεβάρη έως 31 Μάη 2012, 25.714 εργαζόμενοι υπέγραψαν επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις με αντίστοιχη μείωση μισθού. Επίσης πανελλαδικά ο αριθμός μετατροπής των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις ευέλικτων εργασιακών σχέσεων αυξήθηκε κατά  33,7% το Α' τετράμηνο του 2011 συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2010 και κατά 43,6% το Α' τετράμηνο του 2012 συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2011.

Εκτιμήσεις – προβλέψεις για την εξέλιξη των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών

  Η σημερινή κατάσταση έχει έντονα το στοιχείο της μεταβατικότητας. Αυτό αφορά σημαντικά χαρακτηριστικά της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, όπως είναι η θέση της στην Ευρωζώνη, με τα οποία θα συνδεθούν σημαντικές πολιτικές εξελίξεις.

  Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα2 συνεχίζεται η οικονομική κρίση στην Ελλάδα με ανάλογο της προηγούμενης χρονιάς βάθος (εκτίμηση για μείωση ΑΕΠ κατά 6,9%), ενώ ανοιχτά πλέον προβλέπουν συνέχιση της μείωσης του ΑΕΠ στο 2013. Αυτή η σε βάθος συνεχιζόμενη οικονομική κρίση εκ των πραγμάτων οδηγεί σε νέα όξυνση της δημοσιονομικής κρίσης (ταυτόχρονα διευρυμένο πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα και διόγκωση του δημόσιου χρέους). Με αυτά τα δεδομένα η ελληνική καπιταλιστική οικονομία οδεύει σε δύο ενδεχόμενα: της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας με έξοδο από την Ευρωζώνη ή της νέας ελεγχόμενης χρεοκοπίας (νέα άμεση απαξίωση-παραγραφή μέρους του χρέους, που τώρα κυρίως βρίσκεται στα χέρια ΔΝΤ-ΕΕ), ανεξάρτητα από τη μορφή που θα πάρει (τροποποίηση της Δανειακής Συμφωνίας είτε μετά από διαπραγμάτευση είτε μέσω εφαρμογής των νέων Συμφωνιών γι’ απευθείας δανειοδότηση-ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών από τον ευρωμηχανισμό ESM με οποιοδήποτε άλλο τρόπο).

  Είναι σχεδόν προεξοφλημένο ότι η επιμήκυνση που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποτρέψει τα παραπάνω ενδεχόμενα. Αυτά θα εξαρτηθούν από την πορεία της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη, από τις πολιτικές επιλογές για τη διαχείρισή της, τουλάχιστον μεταξύ των ισχυρότερων ή και μεγαλύτερων (ανεξάρτητα από τη θέση τους στον κύκλο της κρίσης) εταίρων της Ευρωζώνης και από τις ειδικότερες επιλογές της Γερμανίας και της Γαλλίας για την Ελλάδα.3 Στη Σύνοδο Κορυφής, στις 27-28 Ιούνη, επικράτησε η τάση συμβιβασμού για τη διάσωση του ευρώ ως κοινού νομίσματος, ως διεθνούς αποθεματικού. Ωστόσο, η εφαρμογή των συμβιβαστικών αποφάσεων δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, αντίθετα εμπεριέχει κινδύνους ανατροπής τους.

 Η νέα εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη είναι αναμφισβήτητη για το 2012, έστω κι αν το βάθος της είναι περιορισμένο συγκριτικά με εκείνο του 2008. Ωστόσο, μέχρι στιγμής είναι πολύ περισσότερο ανισόμετρο (με εμφανέστερη την κρίση στις λεγάμενες χώρες του Νότου: Πορτογαλία, Ισπανία, αλλά και Ιταλία). Δυνάμεις της Ευρωζώνης όπως η Γερμανία, αλλά και η Ολλανδία, η Φιλανδία, το Λουξεμβούργο βρίσκονται μπροστά στο εξής δίλημμα: Ισχυρότερο νόμισμα μιας στενότερης ζώνης με κίνδυνο να χάσει μέρος της ισχύος του ως διεθνές νόμισμα (συναλλαγών, αποθησαύρισης) λόγω του σημαντικού περιορισμού της εσωτερικής αγοράς του ή ασθενέστερο νόμισμα μιας ευρύτερης εσωτερικής αγοράς με κίνδυνο να χάσει μέρος της δύναμής του ως διεθνές νόμισμα λόγω της ανάληψης του κόστους απαξίωσης κεφαλαίου σε πιο αδύναμες οικονομίες; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη, για λογαριασμό της υπεράσπισης της κεφαλαιοκρατικής υπεροχής κρατών, όπως της Γερμανίας,4 γιατί πρέπει να συνυπολογίσει σειρά άλλων σοβαρών παραγόντων: Τη στάση της Γαλλίας στο ενδεχόμενο στενότερης Ευρωζώνης, τη στάση της σε συνάρτηση με τη θέση της Ιταλίας, που είναι ταυτόχρονα ο τρίτος εταίρος, αλλά και φορέας του κινδύνου αποδυνάμωσης του ευρώ στη διεθνή αγορά. Την πορεία του δολαρίου που βασίζεται σε μια διευρυμένη εσωτερική αγορά, αλλά σήμερα πιο ριψοκίνδυνη ως προς την πίεση δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Τις συμφωνίες Ρωσίας - Κίνας για μεταξύ τους ανταλλαγές στα δικά τους νομίσματα, γενικότερα την είσοδο νέων νομισμάτων (πέραν του δολαρίου, ευρώ, αγγλικής λίρας, γιεν) στη διεθνή αγορά με ρόλο διεθνών νομισμάτων, ενώ υπάρχει και το προηγούμενο της μεγάλης απώλειας της Ιαπωνίας στη διεθνή αγορά. Ταυτόχρονα, σε εξέλιξη είναι η συνεχιζόμενη απώλεια μεριδίων των ΗΠΑ στη διεθνή αγορά, ενώ υπολογίζεται ότι πολύ γρήγορα το μέγεθος της οικονομίας της Κίνας θα είναι ισοδύναμο εκείνου των ΗΠΑ.

  Η κατάσταση στην Ευρωζώνη, γενικότερα στην ΕΕ, περιπλέκεται και η υπόθεση των ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Όσο οι ΗΠΑ χάνουν μερίδιο στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, τόσο πιο επιθετικές γίνονται. Πέρα από τις ανοιχτές εισβολές των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, την προετοιμασία ανοιχτής εισβολής στη Συρία, στο Ιράν, είναι αναμφισβήτητη η προετοιμασία τους για προώθηση στρατιωτικών-ναυτικών θέσεων στην Ανατολική Ασία και Αυστραλία. Άλλωστε είναι δημόσια διακηρυγμένος ο στόχος των ΗΠΑ για μεταφορά του κύριου όγκου των ναυτικών τους δυνάμεων στον Ειρηνικό Ωκεανό. Στην πολιτική των ΗΠΑ αποδεικνύεται ότι οικονομική κρίση και ιμπεριαλιστικός πόλεμος ή ιμπεριαλιστικός πόλεμος και όξυνση της κρίσης είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος. Σημειώνουμε ότι δύο επιφανείς αστοί Αμερικανοί οικονομολόγοι -ο Τζόζεφ Στίγκλιτς και η Λίντα Μπιλμς- έχουν υπολογίσει ότι μόνο οι δύο ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν έχουν επιβαρύνει τους φορολογούμενους των ΗΠΑ κατά 6 τρισεκατομμύρια δολάρια.5

  Το κουβάρι των αντιθέσεων σε σχέση με το ευρώ και άλλα νομίσματα αντανακλά το κουβάρι των αντιθέσεων για το μοίρασμα των αγορών, πρωτ’ απ’ όλα των ζωτικής σημασίας αγορών ενέργειας, πρώτων υλών που αφορούν παραγωγή με νέες τεχνολογίες, θαλάσσιων και εναέριων μαζικών μεταφορών, πυρηνικών όπλων, χημικής βιομηχανίας και σχετικών εφαρμογών των νέων τεχνολογιών. Σε αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων εμπλέκονται και μικρότερες ή και ασθενέστερες οικονομίες, όπως της Ελλάδας, που όμως δεν είναι δυνατό ν’ αντιμετωπιστούν ως αμελητέες στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, ως αμελητέες ως προς την επίδραση της πορείας τους στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ακόμα και οι πιο ακραίες τοποθετήσεις αξιωματούχων του γερμανικού κράτους για την «τύχη» της ελληνικής οικονομίας (και την έξοδό της από την Ευρωζώνη) εκφράζουν την ένταση των ανταγωνισμών, των αντιφάσεων στην πολιτική, που αντανακλούν βαθιές κοινωνικές-οικονομικές αντιφάσεις.

  Επομένως, θα ήταν απερίσκεπτη τόλμη να προβλέψουμε την ακριβή εξέλιξη, να εκτιμήσουμε με απολυτότητα την επικράτηση των μεν ή δε τάσεων στην Ευρωζώνη, ειδικότερα σχετικά με τη θέση της Ελλάδας σε αυτή. Βεβαίως μπορούμε να κάνουμε μια γενική πρόβλεψη-εκτίμηση, σε συνέπεια και συνέχεια προηγούμενων προβλέψεων-εκτιμήσεων που επιβεβαιώθηκαν από τις εξελίξεις: Βάθεμα της ανισομετρίας μέσα στην Ευρωζώνη, αλλά και στην ΕΕ, που αναγκαστικά θα τροφοδοτεί αποσχιστικές τάσεις, εκ των πραγμάτων θα διαμορφώνει διαφορετικές ταχύτητες στην οικονομική θέση μιας χώρας μέσα στο ευρώ, διαφορετική ισχύ του ευρώ στην Ελλάδα από του ευρώ στη Γερμανία, ακόμα και του ευρώ στην Ιταλία από του ευρώ στη Γερμανία, έστω κι αν παραμείνει στην εκάστοτε «εθνική» εσωτερική αγορά η ίδια μορφή νομίσματος (εμφανέστερα αν αλλάξει εσωτερικά η μορφή του και διατηρηθεί εξωτερικά η ίδια, το λεγόμενο διπλό νόμισμα). Αυτό σημαίνει τάση νέας απαξίωσης στις «εθνικές» εσωτερικές αγορές (το φαινόμενο π.χ. στην Ελλάδα όπου η μείωση μισθών-συντάξεων δε συνοδεύεται από ουσιαστική μείωση τιμών λαϊκής κατανάλωσης), νέα επιδείνωση του εργατικού λαϊκού εισοδήματος, με ταχύτερους ρυθμούς στους πιο αδύνατους κρίκους, όπως της Ελλάδας, αλλά και της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, ακόμα και της Ιταλίας, ενδεχομένως σύντομα και της Γαλλίας.

  Με άλλα λόγια, αυτό που εμφανίζεται με ιδιαίτερη οξύτητα σε μια χώρα με ασθενέστερη οικονομική-πολιτική-στρατιωτική θέση μέσα σε μια συμμαχική ένωση, αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί και σε άλλες με καλύτερη θέση, γιατί Οικονομική-Νομισματική Ένωση σημαίνει πολύ ισχυρό πλέγμα αλληλεξαρτήσεων. Σημαίνει πολύ ισχυρότερο από το πλέγμα των εξαρτήσεων που έτσι κι αλλιώς διαμορφώνει η διεθνής καπιταλιστική αγορά, η αντικειμενική διεύρυνση της σύνθεσης των κεφαλαίων εταιριών και ομίλων εταιριών, τραπεζών κλπ., πέραν των εθνοκρατικών αγορών, ακόμα και πέραν των διακρατικών -ασθενέστερων (τελωνειακών) και ισχυρότερων (νομισματικών)- ενώσεων.

  Η αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτής της εξάρτησης είναι που έκανε επικρατέστερη -τουλάχιστον στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Ιούνη- την τάση ενίσχυσης των μηχανισμών, των εργαλείων, των οργάνων κοινής δημοσιονομικής, ενδεχομένως και κοινής φορολογικής πολιτικής, που έκανε να συζητιέται η αναγκαιότητα και κοινής μισθό λογικής-συνταξιοδοτικής πολιτικής.

  Αυτή η αντικειμενική ενοποιητική τάση συνοδεύεται και από τις αντικειμενικές τάσεις ανάσχεσής της, γιατί τα συμφέροντα του κεφαλαίου πάνω στην εθνοκρατική συγκρότηση δεν έχουν ξεπεραστεί, ενώ έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι «ξεπερνιούνται» μόνο με βίαιες, εμπόλεμες παρεμβάσεις - και όχι πάντοτε. Μέσα στον Αύγουστο ήδη ενισχύθηκαν οι αποσχιστικές τάσεις (απόψεις περί διαχωρισμού μεταξύ «ευρώ του Βορρά» και ευρώ του Νότου») ή τουλάχιστον οι αμφισβητήσεις των διακηρυχθέντων για τη διάσωση του ευρώ.

  Είναι λοιπόν επιφανειακή, 0α λέγαμε σκόπιμα επιφανειακή, η ερμηνεία των αντικρουόμενων πολιτικών διαχείρισης, των αντικρουόμενων τάσεων ενοποίησης και των αποσχιστικών τάσεων, η ερμηνεία που επικεντρώνει σε σχήματα πολιτικής «γερμανικής κατοχής» και πολιτικής «ελληνικής εθνικής υποτέλειας» ή το λιγότερο «έλλειψης ικανότητας ή και διάθεσης ισχυρής διαπραγμάτευσης» από τις προηγούμενες ή και τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Αυτή είναι η πολιτική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα επικεντρώνει την κριτική του προς την κυβέρνηση Σαμαρά (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) σε αναχώρηση από τη θέση επαναδιαπραγμάτευσης της Δανειακής Συμφωνίας. Στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ θα λέγαμε ότι συνενώνονται δύο τάσεις: Ο οπορτουνισμός (με συνιστώσες ρίζας ή αναφοράς στο κομμουνιστικό κίνημα) που προσαρμόζεται στις εξελίξεις, αιτιολογώντας την προσαρμογή του με επιφανειακά λαϊκίστικα επιχειρήματα (από υπερασπιστές της ΕΕ ως πραγματικού δρόμου απάντησης της Ευρώπης στην παγκοσμιοποίηση, σε κριτή της γερμανο-φιλελεύθερης εξέλιξής της) και ο αστικός ρεφορμισμός που κινείται στα όρια εναλλακτικής διαχείρισης των εξελίξεων πάνω στο ελληνικό καπιταλιστικό έδαφος («επιλογή μας είναι μέσα στο ευρώ, αλλά αν μας υποχρεώσει σε έξοδο η ανάλγητη Γερμανία θα τη διαχειριστούμε» μέχρι τις πρόσφατες πιο ανοιχτές δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της χρεοκοπίας με επιστροφή σε εθνικό νόμισμα).

  Και βέβαια το πρόγραμμα διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα ή έξω από το ευρώ, δε θίγει στο ελάχιστο τη μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία, τα μονοπώλια, την κοινωνική δύναμη που κυριαρχεί στην οικονομία, επομένως ασκεί την εξουσία δια των οργάνων και των πολιτικών εκπροσώπων της.

  Η ουσία είναι ότι η καπιταλιστική εξουσία σε, αυτή τη σύνθετη και οξυμένη κατάσταση στην Ελλάδα, στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην ΕΕ, χρειαζόταν ένα τέτοιο κόμμα του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού, όπως το ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή χρειαζόταν ένα κόμμα που δε θα στιγματιζόταν ως κυβερνητικό από το λαϊκό ανάθεμα των αντιλαϊκών συνεπειών της κρίσης και των οξυμένων αντιθέσεων στη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Χρειαζόταν ένα κόμμα που ο λαϊκός επιδερμισμός του και η γκάμα των ταλαντεύσεών του (μέσα ή έξω από το ευρώ, διαπραγμάτευση ή καταγγελία του Μνημονίου II - Δανειακής Συμφωνίας, μέσα ο το ΝΑΤΟ αλλά διαπραγμάτευση για τη μη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων σε επιθέσεις του, 2-3 κρατικές τράπεζες ή δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος κλπ.) βοηθούσε ώστε να μένουν ανοικτά διαφορετικά πολιτικά ενδεχόμενα διαχείρισης της κρίσης σε σχέση και με τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη, τις συμμαχίες της Ελλάδας, ιδιαίτερα στις σχέσεις της με ΗΠΑ - Βρετανία, αλλά και με Ρωσία, γιατί όχι και με Κίνα. Άλλωστε Ρωσία και Κίνα έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για νέα εξαγωγή κεφαλαίου προς την Ελλάδα, ενώ Έλληνες καπιταλιστές ήδη δραστηριοποιούνται στις δύο χώρες.

  Οι πολιτικές αμφισημίες του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζουν έντονα τις αμφισημίες του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970, αν και τότε το ΠΑΣΟΚ είχε πιο προωθημένα προεκλογικά συνθήματα λόγω διαφορετικών διεθνών συνθηκών («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Έξω οι βάσεις του θανάτου»). Το 1981 το ΠΑΣΟΚ έλεγε «στις 18 σοσιαλισμός», ενώ σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι είναι «κόμμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού», όπως και η ΔΗΜΑΡ.

  Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν ήταν η «χρυσή ευκαιρία» του συστήματος για να καλύψει: Τη μεγάλη φθορά των δύο αστικών κομμάτων διακυβέρνησης, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα του δεύτερου. Τη φθορά της ΝΔ από τη δική της κυβερνητική θητεία, αλλά και από τη μερική συμμετοχή της στην κυβέρνηση του Α. Παπαδήμου. Την καθυστέρηση στην ανασύνταξη δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ, ώστε να εμφανιστεί ένα πιο φερέγγυο αστικό κόμμα υπό την ηγεσία μιας πιο καταξιωμένης απέναντι στα τμήματα του κεφαλαίου πολιτικής προσωπικότητας που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας αλλαγής στον τύπο της αστικής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης.

  Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ισχυρό και το πλεονέκτημα ότι διέθετε οπορτουνιστικούς φορείς (του ΣΥΝ και όχι μόνο). Δηλαδή εξυπηρετούσε το εδώ και χρόνια διακηρυγμένο στόχο εγχώριων και ξένων κέντρων για αποδυνάμωση του ΚΚΕ, «γι’ αλλαγή του συσχετισμού στον αριστερό χώρο», γι’ ανακοπή της κομμουνιστικής απήχησης στην Ελλάδα, αλλά και της διεθνούς επιρροής του ΚΚΕ στο κομμουνιστικό κίνημα. Πολύ περισσότερο που η δυναμική παρέμβαση του ΚΚΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στο κίνημα των αγροτών κλπ. απαιτούσε από τη μεριά του συστήματος ταχύτητα πριν γίνουν πιο δύσκολα τα πράγματα για το κεφάλαιο, πριν μια ουσιαστική αλλαγή του συσχετισμού σε κοινωνικό επίπεδο επιδράσει σε μια πιο ουσιαστική κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε καλύτερα από άλλα νέα σοσιαλδημοκρατικής φυσιογνωμίας αστικά κόμματα να παίξει ένα τέτοιο ρόλο στην ιδεολογικοπολιτική χειραγώγηση του κινήματος.

Είναι όμως ο ΣΥΡΙΖΑ και η «χρυσή ευκαιρία» του συστήματος για να διαχειριστεί μια νέα φάση στην εξέλιξη της κρίσης στην Ελλάδα; Δύσκολα μπορούμε με κατηγορηματικότητα να απαντήσουμε καταφατικά, για δύο λόγους:

Πρώτον, γιατί η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, έστω και πολυτασικό, έστω υπό τη σημαία της μεγάλης εκλογικής επιτυχίας του, δε φαίνεται μια εύκολη πορεία. Όσο θα ενισχύει τα αστικά ρεφορμιστικά-σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά του, προσεγγίζοντας το ρόλο του αστικού κυβερνητικού κόμματος, τόσο θα χάνει τα οπορτουνιστικά χαρακτηριστικά του, επομένως θα χάνει και το «αριστερό» του πλεονέκτημα, τον ειδικό ρόλο του αναχώματος προς το ΚΚΕ. Δηλαδή είναι αυτό που ήδη ψελλίζουν στελέχη του ΣΥΝ, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έστριψε πολύ δεξιά το τιμόνι, ενώ όταν «στρίβει αριστερά το τιμόνι», ενισχύει τις επιφυλάξεις διεθνών στηριγμάτων της καπιταλιστικής εξουσίας στην Ελλάδα. Ωστόσο τέτοιες αντιφάσεις περιείχε και το ΠΑΣΟΚ, που εκφράζονταν και στη στάση κυρίως των αμερικανικών επιτελείων απέναντι στον ηγέτη του, πριν γίνει κυβερνητικό κόμμα.

Δεύτερον: Χωράνε στην Ελλάδα δύο ή και τρία σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) ή μπορούν να αποτελέσουν τη διάδοχη εκδοχή κυβερνητικής συνεργασίας μετά την «αποτυχία» της σημερινής κυβέρνησης; Ή αντίθετα από δυνάμεις και των τριών και όχι μόνο θα προκύψει η αναμορφωμένη σοσιαλδημοκρατία που θα αναλάβει τη διαχείριση του κύκλου της καπιταλιστικής κρίσης με σχετικά νέους όρους; Και σε αυτήν την περίπτωση αφήνεται χώρος και για την αναμόρφωση ενός οπορτουνιστικού φορές, συμμαζεύοντας «αριστερές» δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο.

  Προς παρακολούθηση και εκτίμηση είναι η εξέλιξη και στα τρία αυτά κόμματα, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην ΕΕ και τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, όπως θίξαμε παραπάνω.

  Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η μεγάλη στροφή ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε τόσο «αυθόρμητα» όσο αρχικά φάνηκε. Γρήγορα αποκαλύφθηκαν οι οργανωμένες μετακινήσεις μέσω πολιτικών, συνδικαλιστών, επιτελικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, η θέση των οποίων στον ενιαίο κομματικό ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει διαφανεί σε σχέση και με τη θέση των στελεχών των βασικών τάσεων του ΣΥΝ και των άλλων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ.

  Θα διακινδυνεύσουμε να πούμε ότι στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ενσωματώνει πιο καθαρά αστικές-σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, θα χάνει οπορτουνιστικές δυνάμεις που θα έχουν την ανάγκη να διατηρούν ως σημεία αναφοράς: Τη θεωρία του Μαρξ, ακόμα και του Λένιν, ακόμα και τη γενική διακήρυξη της σοσιαλιστικής επανάστασης, βάζοντας πριν από αυτή ως στόχο κάποια μορφή αστικής διακυβέρνησης. Την αντίθεση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας, έστω και αναθεωρώντας την, μέσω των αναλύσεων της σημερινής πραγματικότητας ή παρεκκλίνοντας από την επαναστατική γραμμή οργάνωσης της πάλης. Και τέτοιες διεργασίες είναι ήδη σε εξέλιξη με πρωτοβουλίες στελεχών μέσα από το ΣΥΝ, αλλά και από το ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ.6

Το ΚΚΕ στις σημερινές πολιτικές συνθήκες

  Ο ρόλος του ΚΚΕ στις κοινωνικές-πολιτικές εξελίξεις δεν καθορίζεται από τον εκλογικό συσχετισμό, ακριβέστερα από το συσχετισμό των δυνάμεων στο αστικό κοινοβούλιο. Αυτό δε σημαίνει ότι αρνούμαστε πως ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός καταγράφει υπαρκτά προβλήματα στο συσχετισμό συνολικά μέσα στην κοινωνία, ακόμα και μέσα στο εργατικό κίνημα, στα κινήματα των αυτοαπασχολούμενων, των τμημάτων τους που αντικειμενικά μπορούν να είναι σύμμαχοι της εργατικής τάξης.

  Κι ακόμα περισσότερο, οπωσδήποτε έστω κι ένας συγκυριακά διαμορφωμένος εκλογικός-βουλευτικός συσχετισμός άμεσα επηρεάζει θετικά ή αρνητικά το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Επομένως είναι απόλυτα δικαιολογημένο και εξηγήσιμο το γεγονός ότι η μεγάλη μείωση των ψήφων και του ποσοστού του Κόμματος προκάλεσε στενοχώρια ή και αμηχανία σε σημαντικό μέρος των οπαδών, ακόμα και μελών. Σε τελευταία ανάλυση όμως η πορεία του ΚΚΕ δεν κρίνεται από αυτό τον εκλογικό-βουλευτικό συσχετισμό. Προς απόδειξη, μπορούμε να ανατρέξουμε σε ελληνικά και διεθνή ιστορικά παραδείγματα:

Στις βουλευτικές εκλογές στις 5 Μάρτη 1933 το ΚΚΕ (Ενιαίο Μέτωπο) συγκέντρωσε 52.958 ψήφους, το 4,64% των έγκυρων ψηφοδελτίων. Δεν έβγαλε κανέναν βουλευτή λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.7

  Μετά από δύο χρόνια, στις βουλευτικές εκλογές στις 9 Ιούνη 1935 συγκέντρωσε (Ενιαίο Μέτωπο Εργατών-Αγροτών) 98.699 ψήφους, το 9,59% των έγκυρων ψηφοδελτίων, αλλά καμία έδρα και πάλι λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.

  Μισό χρόνο αργότερα, στις βουλευτικές εκλογές στις 26 Γενάρη 1936, το ΚΚΕ (Παλλαϊκό Μέτωπο) συγκέντρωσε 73.411 ψήφους, το 5,76% των έγκυρων ψηφοδελτίων και 15 έδρες στη βουλή.8 Αυτό το πολύ μικρό εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ δεν το εμπόδισε πέντε χρόνια αργότερα να γίνει οργανωτής και καθοδηγητής της ΕΑΜικής αντίστασης.

Στην επαναστατημένη Ρωσία του Απρίλη 1917, στην Πανρωσική Σύσκεψη των Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών, το ΠΚΚ(μπ) ήταν μειοψηφία, κατά τα λόγια του Λένιν «αδύνατη μειοψηφία απέναντι στο συνασπισμό όλων των μικροαστικών, οπορτουνιστικών στοιχείων που πέφτουν κάτω από την επιρροή της αστικής τάξης και διοχετεύουν την επιρροή της στο προλεταριάτο»9. Ας προσεχτεί ότι ο συ-συσχετισμός αφορούσε όργανα του επαναστατικού κινήματος (κι όχι της αστικής εξουσίας) και οι αποφάσεις αφορούσαν στρατηγικά ζητήματα για την πορεία της επανάστασης του Φλεβάρη, όπως η στάση απέναντι στην Προσωρινή Κυβέρνηση, την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο, το αγροτικό και επισιτιστικό ζήτημα.

  Επομένως, ο ιστορικός ρόλος ενός ΚΚ, του ΚΚΕ , δεν κρίνεται από τα εκλογικά του ποσοστά, παρόλο που δεν υποτιμάμε ότι ιδιαίτερα σε μη επαναστατική κατάσταση -επομένως και σε συνθήκες μη κλονισμού του αστικού κοινοβουλίου- η ανάδειξη του ΚΚΕ σε ισχυρή εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση έχει τη σημασία της, την επίδρασή της όχι μόνο στην αποκάλυψη της αντιλαϊκότητας της κυβερνητικής πολιτικής και της μεσοβέζικης στάσης ρεφορμιστικών-οπορτουνιστικών κομμάτων, αλλά και στην οργάνωση κινήματος πίεσης-διεκδίκησης που διευκολύνει και τη συγκέντρωση δυνάμεων στην πάλη για κατάκτηση της εξουσίας.

  Η αλήθεια είναι ότι οι τελευταίες εκλογές, ακριβώς λόγω της εξελισσόμενης βαθιάς οικονομικής κρίσης, καταγράφουν σύνθετες και αντιφατικές τάσεις.

  Για όσους «καλοθελητές» θέλησαν να αποδώσουν την άνοδο της εθνικοσοσιαλιστικής-φασιστικής «Χρυσής Αυγής» στην «άρνηση του ΚΚΕ για αριστερή σύμπραξη διαμόρφωσης αριστερής διακυβέρνησης», για όσους υποστηρίζουν ότι «το ΚΚΕ μη βλέποντας την ανάγκη υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας -οικονομικής και πολιτικής- από την υποτέλεια» άφησε περιθώριο εκμετάλλευσης του πατριωτισμού, έχει σημασία να δούμε πώς ήταν ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός στη Γερμανία τα πέντε τελευταία χρόνια (1928-1933) της γνωστής ως «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (1919-1933), κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν μεσολαβήσει διαστήματα σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης.10

  Στις εκλογές της 20ής Μάη του 1928 το ΚΚ Γερμανίας (KPD) είχε 10,6 % των ψήφων, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) 29,8% και το χιτλερικό Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) το 2,6%.

  Το Σεπτέμβρη του 1930 τα αποτελέσματα ήταν ως εξής: KPD 13,3%, SPD 24,53% και το NSDAP 18,25%.

  Στις εκλογές της 31ης Ιούλη του 1932: KPD 14,3%, SPD 21,6% και NSDAP 37,3%.

  Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1932: KPD 16,9%, SPD 20,4% και NSDAP 33,1%.

  Οι εκλογές στις 5 Μάρτη του 1933, που έδωσαν στους Ναζί μεγάλη πλειοψηφία, πραγματοποιήθηκαν ενώ ο Χίτλερ είχε ήδη από το Γενάρη του 1933 ανακηρυχθεί από το Ράιχσταγκ (γερμανικό κοινοβούλιο) ο Καγκελάριος, υποστηριζόμενος και από άλλα αστικά κόμματα. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι είχε προηγηθεί η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ το Φλεβάρη του 1933, ενέργεια για την οποία κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές και έδωσε το έναυσμα για κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους. Ο ηγέτης του KPD Ερνστ Τέλμαν συνελήφθη από την Γκεστάπο δύο ημέρες πριν από τις εκλογές στις 3 του Μάρτη. Σε αυτές τις εκλογές το KPD 12,3%, το SPD 18,3% και τo NSDAP το 43,9%.

  Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι οι αυξομειώσεις του ΚΚ δεν είναι πάντοτε αντιστρόφως ανάλογες προς τις αυξομειώσεις του εθνικοσοσιαλισμού.

  Όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές, εκ μέρους εργατικών και λαϊκών μαζών υπήρχε αναμονή χωρίς ελπίδα, ενώ δρομολογούνται νέα αντεργατικά- αντιλαϊκά μέτρα, οξύνονται οι αντιφάσεις της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, εντείνεται η αμφισβήτηση της Δανειακής Συμφωνίας - Μνημονίου, ακόμα και από τον ίδιο τον πρόεδρο του ΣΕΒ.

  Στην τελευταία προεκλογική περίοδο ασκήθηκε ισχυρός εκβιασμός στην εργατική συνείδηση, στο κριτήριο πολιτικής εκλογικής επιλογής των λαϊκών στρωμάτων: «ευρώ πάση θυσία ή καταστροφή» κι από την άλλη μεριά ο εναλλακτικός εκβιασμός «αριστερή καταγγελία-διαπραγμάτευση ή καταστροφή». Αυτός ο εναλλακτικός εκβιασμός και αποπροσανατολισμός συνεχίζεται και μετεκλογικά, με τη διαφορά ότι τα μεν κυβερνητικά κόμματα εγκατέλειψαν τα περί «διαπραγμάτευσης», ο δε ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε τα περί «καταγγελίας» και εμφανίζεται ως υπερασπιστής της σκληρής διαπραγμάτευσης με τα επιτελεία της Ευρωζώνης. Κι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυε την άσφαιρη κριτική του ενάντια στην κυβέρνηση για έλλειψη διαπραγματευτικής πολιτικής σε αντίθεση με την κυβέρνηση της Ισπανίας, πολύ γρήγορα αποκαλύφτηκε ότι η ένταξη της Ισπανίας στο ειδικό χρηματοδοτικό ταμείο, το μηχανισμό ESM, δεν ήταν απαλλαγμένη από νέα μέτρα μείωσης μισθών-επιδομάτων ανεργίας, δηλαδή νέα μέτρα μείωσης του λαϊκού εισοδήματος. Την ταχύτητα των εξελίξεων ακολουθούν οι νέες προσαρμογές του ΣΥΡΙΖΑ, με πρόσφατη την προβολή της χρεοκοπίας με έξοδο από το ευρώ.

  Αυτά τα γεγονότα, όταν ακόμα είναι νωπή η πολιτική εκλογική επιλογή καθενός και καθεμιάς στην Ελλάδα, διαμορφώνουν κλίμα απογοήτευσης, παθητικότητας, αντίληψης αναποτελεσματικότητας, διαθέσεις που δεν εμφανίζονται τόσο αυθόρμητα όσο κάποιος νομίζει.

Περισσότερο ή λιγότερο γίνεται αντιληπτό ότι ακόμα και το πάγωμα νέων μειώσεων στους μισθούς και τις συντάξεις δε φαίνεται να χωρά στην Ευρωζώνη, ενώ καθημερινά προβάλλονται σενάρια νέας μεγάλης εσωτερικής απαξίωσης μέσα ή έξω από το ευρώ.

Ταυτόχρονα, από διαφορετικούς φορείς και με διάφορους τρόπους, όχι μόνο ιδεολογικούς, ενισχύεται η αποπροσανατολιστική παρέμβαση. Τέτοια είναι η δράση μέσω «δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης» που ωθούν στην ενεργητική συμμετοχή στη φιλανθρωπία και τον εθελοντισμό, π.χ. μέσω της Εκκλησίας, διάφορων ΜΚΟ και άλλων φορέων που δημιουργούνται, καθώς και συνδικαλιστικών οργανώσεων (π.χ. ΑΔΕΔΥ), αλλά και επιχειρηματικών ομίλων που γίνονται χορηγοί και προς αντίστοιχες κρατικές δομές «κοινωνικής αλληλεγγύης», όπως είναι οι δομές της Τοπικής Διοίκησης (των δήμων), αλλά και δημόσιων νοσοκομείων και προνομιακών ιδρυμάτων. Ως τα δύο πρόσωπα του Ιανού, αφενός εφαρμόζουν επιχειρησιακές συμβάσεις μείωσης μισθών και απολύσεις, αφετέρου παρουσιάζονται ως χορηγοί δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης.

Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι ιη παρέμβαση της «Χρυσής Αυγής» που με το αμπαλάζ της «αλληλεγγύης» στρώνει το έδαφος αποδοχής νεοναζιστικών εθνικιστικών αντιλήψεων και ενεργειών της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη προτάξει στη δράση του τα «δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης», πήρε την πρωτοβουλία να θέσει το ζήτημα στην ΑΔΕΔΥ. Αν και η ταξική, εργατική, γενικότερα η λαϊκή αλληλεγγύη διαχρονικά υπήρξε στοιχείο της εργατικής πάλης, αν και σωστά εκδηλώθηκε μαζικά προς τους απεργούς της «Ελληνικής Χαλυβουργίας» και δεκάδων άλλων επιχειρήσεων τον τελευταίο χρόνο, αν και αναγκαστικά θα επεκταθεί, αφού εντείνεται η καπιταλιστική οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να καλλιεργήσει το συμβιβασμό μι την ανεργία, την ευκαιριακή εύρεση εργασίας, την ημιαπασχόληση, τον εθισμό σε ζωή με μειωμένες απαιτήσεις. Δεν πρέπει να υποκαταστήσει την οργανωμένη διεκδίκηση από τους καπιταλιστές και το κράτος τους, να υποκαταστήσει την ατομική ευθύνη συμμετοχής στον αγώνα από την ανάθεση σε άλλους που ήδη αγωνίζονται. Π.χ. να κυριαρχήσει η αντίληψη ότι αναθέτω να μου διευθετήσουν τα χρέη από χαράτσια, χωρίς να παίρνω μέρος στις κινητοποιήσεις ενάντια στα χαράτσια, στις εξορμήσεις για διαφώτιση και κάλεσμα αντίστασης κλπ.

  Το ΚΚΕ πήρε και παίρνει πρωτοβουλίες στην παραπάνω κατεύθυνση, πολεμώντας τη λογική της από τα κάτω και από τα πάνω αυτοδιαχείρισης της «ακραίας» φτώχειας. Διατάσσει και παροτρύνει τις δυνάμεις του στον τόπο εργασίας, στο σωματείο, στις λαϊκές συνοικίες, για ν’ αναπτύξουν την αλληλεγγύη. Προβάλλει σύνολο διεκδικήσεων που υπερασπίζονται την ποιότητα ζωής του μισθωτού, του συνταξιούχου, του αυτοαπασχολούμενου, του ανέργου, της γυναίκας της λαϊκής οικογένειας μέσα στον καπιταλισμό κι όσο διαρκεί ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής, διαμόρφωσης της κοινωνίας. Το ΚΚΕ υπερασπίζεται το εργατικό-λαϊκό βιοτικό επίπεδο, ασκώντας το ρόλο του ως εργατική αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, γι’ αυτό και κατέθεσε σχέδιο νόμου για την κατάργηση μνημονίων, δανειακής σύμβασης και εφαρμοστικών νόμων, διαθέτοντας τις δυνάμεις του, π.χ. στο ΠΑΜΕ, στην ΠΑΣΥ, στην ΠΑΣΕΒΕ, στην ΟΓΕ, στο ΜΑΣ, στις Λαϊκές Επιτροπές των πόλεων και των χωριών για να διαμορφωθεί ένα ισχυρό κίνημα πίεσης απέναντι σε οποιαδήποτε κυβέρνηση στο καπιταλιστικό έδαφος, πίεσης για την απόσπαση παραχωρήσεων, κατακτήσεων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, προσωρινών ή όχι.

 Το ΚΚΕ είναι ο συνεπής υπερασπιστής των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, ακριβώς επειδή δεν καλλιεργεί αυταπάτες σχετικά με τη σταθερότητα οποιασδήποτε απόσπασης, κατάκτησης, σχετικά με τον τρόπο υπεράσπισης του εργατικού μισθού, του λαϊκού εισοδήματος. Δεν υποστηρίζει ότι μπορεί να προκύψει ως συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας που θα τον φέρει μια «εργατική», «αριστερή» διακυβέρνηση πάνω στο έδαφος της οικονομικής κυριαρχίας της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αντίθετα, το ΚΚΕ αποκαλύπτει το διαχρονικά αντιδραστικό ρόλο αυτών των πολιτικών θέσεων

 Το ΚΚΕ γνωρίζει ότι καθήκοντα, όπως αυτά που έθεσε στο 18ο Συνέδριό του (2009), στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τη δουλειά στην εργατική τάξη (2010), καθήκοντα που αφορούν την ανασύνταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, για την ανάπτυξή τους σε επίπεδο αντεπίθεσης, δεν ολοκληρώνονται στο διάστημα 3-4 χρόνων.

  Αυτή η αλήθεια δεν εμποδίζει το ΚΚΕ να αναζητεί τις υποκειμενικές του αδυναμίες, αυτές που επιδρούν σε καθυστερήσεις, σε αστοχίες ή αναποτελεσματικότητα. Αναζητεί με ευθύνη, αυτοκριτική διάθεση τον τρόπο επικοινωνίας, ιδεολογικής-πολιτικής παρέμβασης, πρωτοβουλιών δράσης με στόχο την οργάνωση ευρύτερων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, των νεώτερων ηλικιών, ειδικότερα των γυναικών, με προτεραιότητα στο βιομηχανικό προλεταριάτο, στους μισθωτούς των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Προσανατολίζεται στην ανάπτυξη της εργατικής-λαϊκής συμμετοχής και αυτενέργειας με πυρήνα τον τόπο εργασίας, το χώρο μαθητείας, την ανάδειξη της Συνέλευσής τους ως βάση αυτής της συμμετοχής, την τομεοκλαδική αντιπροσώπευση ως έκφραση της ουσιαστικής κι όχι τυπικής δημοκρατίας, την πανελλαδική αντιπροσώπευση ως έκφραση των ενιαίων συμφερόντων πέρα από διαφορές στη μόρφωση, στην ειδίκευση κλπ.

Σε αυτή την κατεύθυνση το ΚΚΕ θα επιδιώξει να βελτιώσει τους ιδεολογικοπολιτικούς και αγωνιστικούς του δεσμούς με την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τη νεολαία τους, να διευρύνει την κομματική και κνίτικη οργανωμένη δύναμή του, τον περίγυρο των οπαδών, φίλων και συνεργαζόμενων. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πάρει μέρος στην οργάνωση της εργατικής αλληλεγγύης απέναντι στις συνέπειες της κρίσης, αλλά και του κινήματος αντεπίθεσης.

Το Κόμμα μας έχει τις προϋποθέσεις να περάσει σε ανώτερο επίπεδο οργανωτικής ανάπτυξης-οικοδόμησης με ορίζοντα τα 100 χρόνια του (2018), με σταθμό το 19ο Συνέδριό του (2013).

*=μέλος της ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

Σημειώσεις:

1. Βλ. στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ σελ 215
2. Βλ. αναλυτικότερα «Για την αστική πολιτική διαχείρισης της κρίσης στην ΕΕ και στην Ελλάδα» στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ σελ 35
3. Έκθεση του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου (IFO) κοστολογεί πιθανή χρεοκοπία της Ελλάδας ως προς τις επιπτώσεις της για το γερμανικό και γαλλικό δημόσιο με δύο σενάρια: Με έξοδο από το ευρώ και με παραμονή στην Ευρωζώνη, καταλήγοντας ότι το κόστος και για τις δύο χώρες (Γερμανία-Γαλλία) είναι μεγαλύτερο με παραμονή της Ελλάδας στο Ευρώ.
4.Ορισμένες μελέτες, εκτός Γερμανίας (Bank of America, Merril Lynch) προβλέπουν απώλεια μέρους του γερμανικού ΑΕΠ από «έξοδο» της Γερμανίας από το Ευρώ. Μελέτη της Citygroup, δημοσιευμένη στο Blumberg, υποστηρίζει ότι οι γερμανικές εξαγωγές ωφελούνται κατά 100 δις. Ευρώ επιπλέον ετησίως από την υποτίμηση του ευρώ εξαιτίας της κρίσης στην Ευρωζώνη. Ενώ η συνεισφορά της Γερμανίας στο ταμείο διάσωσης είναι το 1/10 του οφέλους της.
5. Εφημερίδα «Η Ελλάδα» 16 Ιούλη 2012
6. Βλ αναλυτικότερα «ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «καπιταλιστική γραμμή» ή νέος οπορτουνιστικός πόλος;» στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ, σελ 103
7. Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα τ.3 σελ 1929-1933, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή σελ 642
8. Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα τ.4 σελ 1934-1940, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή σελ 517 και 521
9. Β.Ι. Λένιν «Άπαντα» τα. 31 εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή σελ 107
10 Αναλυτικότερα στο άρθρο «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD» στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ σελ125

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου